μακρόπνους — ουν και μακρόπνοος, η, ο (Α μακρόπνους, ουν και οος, οον) 1. αυτός που αναπνέει με βαθιά αναπνοή 2. αυτός που διαρκεί επί πολύ χρόνο, που έχει μεγάλη διάρκεια, μακρύς νεοελλ. 1. αυτός που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να πραγματοποιηθεί… … Dictionary of Greek
άπνευστος — ἄπνευστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν αναπνέει 2. αυτός που δεν τον χτυπούν οι άνεμοι 3. αυτός που δεν έχει ζωή, νεκρός … Dictionary of Greek
άπνοια — Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν… … Dictionary of Greek
άπνους — (AM ἄπνους, ουν, Α κ. ἄπνοος, ον) αυτός που δεν αναπνέει, ο νεκρός αρχ. 1. ο δίχως πνοή ανέμου 2. αυτός που δεν έχει καλό αερισμό … Dictionary of Greek
έμπνους — ου (Α ἔμπνους, ουν και ἔμπνοος, οον) αυτός που έχει πνοή, που αναπνέει, που ζει («οὐκ ἀπέθανε, ἀλλ ἦν ἔμπνους», Ηρόδ.) 2. αυτός που σείεται από τον άνεμο, που ανεμίζεται 3. θεόπνευστος … Dictionary of Greek
ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… … Dictionary of Greek
ανάπνοος — ἀνάπνοος, ον (AM) αυτός που κάνει κάποιον να αναπνέει … Dictionary of Greek
αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… … Dictionary of Greek
αργοναύτης — Γένος κεφαλοπόδων μαλακίων. Ο α. αναπνέει με δύο βράγχια (υφομοταξία διβραγχιωτών) και έχει στο κεφάλι του οκτώ βραχίονες με δύο σειρές κοτύλες σαν βεντούζες (πλόκαμοι) και γι’ αυτό κατατάσσεται στην τάξη των οκτωπόδων. Ζει στις τροπικές θάλασσες … Dictionary of Greek
ασθματικός — ή, ό (AM ἀσθματικός, ή, όν) [άσθμα] αυτός που πάσχει από δύσπνοια, από άσθμα νεοελλ. ο ταχύτατος, αυτός που προκαλεί λαχάνιασμα («ασθματικός ρυθμός») αρχ. εκείνος που αναπνέει με δυσκολία … Dictionary of Greek